συμβασιλεύσωμεν

συμβασιλεύσωμεν
συμβασιλεύω
rule
aor subj act 1st pl
συμβασιλεύω
rule
aor subj act 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμβασιλεύω — ΝΜΑ [βασιλεύω] 1. βασιλεύω μαζί με κάποιον άλλο, ασκώ τη βασιλική εξουσία μαζί με κάποιον άλλο («ὥς που και λέγεται συμβασιλεύοντα τὸν Ἀρχέλαον αὐτῷ», Πλούτ.) 2. θρησκ. μετέχω κι εγώ στη βασιλεία τών ουρανών («καὶ ἡμεῑς ὑμῑν συμβασιλεύσωμεν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”